Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(αἷμα ἄνω

См. также в других словарях:

  • άνω κοίλη φλέβα — Φλέβα που αποτελείται από τη συμβολή της αζύγου και των δύο ανώνυμων φλεβών. Αρχίζει από την πίσω δεξιά στερνοκλειδική άρθρωση, προχωρεί προς τα κάτω παράλληλα με το δεξιό χείλος του στέρνου και εκβάλλει στο άνω τοίχωμα του δεξιού κόλπου.… …   Dictionary of Greek

  • υπερουρικαιμία — η, Ν ιατρ. η αύξηση τής ποσότητας τού ουρικού οξέος και τών ουρικών ενώσεων στο αίμα άνω τών 7 χιλιοστών τού γραμμαρίου %. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperuricemia < υπερ * + ουρικός + αιμία (< αἷμα)] …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • φλέβες — (Ανατ.). Αγγεία του κυκλοφοριακού συστήματος, στα οποία η ροή του αίματος κατευθύνεται προς την καρδιά. Στη μεγάλη κυκλοφορία περιέχουν αίμα που επιστρέφει από τους ιστούς κι έτσι είναι φτωχό σε οξυγόνο (φλεβικό αίμα). Στη μικρή κυκλοφορία,… …   Dictionary of Greek

  • λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… …   Dictionary of Greek

  • βάμπιρος ή βαμπίρ — (vampyrus και vampire). Είναι η κοινή ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται είτε μερικά χειρόπτερα αιματοφάγα που ανήκουν στην οικογένεια των δεσμοδοντιδών είτε (από εσφαλμένη ταύτισή τους με τα αιματοφάγα) άλλες νυχτερίδες που δεν απομυζούν αίμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»