-
1 φυσαω
ион. φῡσέω1) дуть, пыхтеть, сопеть(φῦσαι πᾶσαι ἐφύσων Hom.)
φ. τῷ στόματι Her. — вдувать ртом (воздух);τὸ δυσέριστον αἷμα φυσῶν Ἄρης Soph. — дышащий кровожадной воинственностью Арей;2) извергать хрипя(αἷμα ἄνω Soph.)
3) дуть, трубитьκόχλους φ. Eur. — трубить в раковины ( служившие рогом);
αὐλοὺς στόματι φ. Plut. — играть на свирелях;οὐ σμικροῖσιν αὐλίσκοις φ. погов. Soph. — играть на немалых свирелях, т.е. сильно важничать4) играть на духовом инструментеπαῦσαι σὺ φυσῶν Arph. — перестань играть
5) надувать(φλέβας Her.; γνάθον τέν δεξιάν Arph.)
τὰς γνάθους φυσῶν Dem. — надув щеки, т.е. чванно;φ. κύστιν Arph. — надувать пузырь:πρόβατα ἀποδαρέντα καὴ φυσηθέντα Xen. — содранные и надутые овечьи шкуры, т.е. бурдюки;ἥ γαστέρ ἐπεφύσητο Arph. — живот вздулся;πεφυσημένος Xen. — одутловатый6) задувать, гасить(λαμπάδα Arph.)
7) чваниться, гордиться Luc.μικρὸν ἰσχύειν καὴ μέγα φ. Plut. — иметь мало силы, да много спеси (ср. 1)
8) наполнять спесью(τινα Dem., Plut.)
ὑπὸ τῆς τύχης φυσώμενος Plut. — зазнавшийся от успехов;πολιτικὸν φύσημα φ. Plat. — корчить из себя государственного деятеля
См. также в других словарях:
άνω κοίλη φλέβα — Φλέβα που αποτελείται από τη συμβολή της αζύγου και των δύο ανώνυμων φλεβών. Αρχίζει από την πίσω δεξιά στερνοκλειδική άρθρωση, προχωρεί προς τα κάτω παράλληλα με το δεξιό χείλος του στέρνου και εκβάλλει στο άνω τοίχωμα του δεξιού κόλπου.… … Dictionary of Greek
υπερουρικαιμία — η, Ν ιατρ. η αύξηση τής ποσότητας τού ουρικού οξέος και τών ουρικών ενώσεων στο αίμα άνω τών 7 χιλιοστών τού γραμμαρίου %. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperuricemia < υπερ * + ουρικός + αιμία (< αἷμα)] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
φλέβες — (Ανατ.). Αγγεία του κυκλοφοριακού συστήματος, στα οποία η ροή του αίματος κατευθύνεται προς την καρδιά. Στη μεγάλη κυκλοφορία περιέχουν αίμα που επιστρέφει από τους ιστούς κι έτσι είναι φτωχό σε οξυγόνο (φλεβικό αίμα). Στη μικρή κυκλοφορία,… … Dictionary of Greek
λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… … Dictionary of Greek
βάμπιρος ή βαμπίρ — (vampyrus και vampire). Είναι η κοινή ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται είτε μερικά χειρόπτερα αιματοφάγα που ανήκουν στην οικογένεια των δεσμοδοντιδών είτε (από εσφαλμένη ταύτισή τους με τα αιματοφάγα) άλλες νυχτερίδες που δεν απομυζούν αίμα … Dictionary of Greek